- αποσιωπώ
- (AM ἀποσιωπῶ, -άω)παραλείπω κάτι, δεν το αναφέρω, αποκρύπτωαρχ.σταματώ να μιλώ, σιωπώ, τηρώ σιγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποσιωπώ — αποσιωπώ, αποσιώπησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποσιωπώ — ησα, ήθηκα, αποφεύγω να πω κάτι, κρύβω κάτι με τη σιωπή μου: Στο ημερολόγιό του αποσιωπά τη δράση του στη διάρκεια της εχθρικής κατοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποσιωπῶ — ἀ̱ποσιωπῶ , ἀποσιωπάω maintain silence imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποσιωπάω maintain silence pres imperat mp 2nd sg ἀποσιωπάω maintain silence pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποσιωπάω maintain silence pres ind act 1st sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω … Dictionary of Greek
αποσιγώ — (Α ἀποσιγῶ, άω) αποσιωπώ, δεν αναφέρω κάτι … Dictionary of Greek
αποσιωπητικός — ή, ό 1. αυτός που αποσιωπά κάτι ή που χρησιμεύει για την αποσιώπηση 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τὰ ἀποσιωπητικά τρεις στιγμές (...) που τίθενται μετά από κάποια λέξη του γραπτού λόγου για να δηλώσουν την παράλειψη λέξεων ή φράσεων που εύκολα μπορούν… … Dictionary of Greek
αποσκεπάζω — (Μ ἀποσκεπάζω) 1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω 2. αποκαλύπτω, φανερώνω 3. κατασκοπεύω, ανιχνεύω 4. σκεπάζω εντελώς νεοελλ. αποσιωπώ, συγκαλύπτω μσν. ( ομαι) (για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι … Dictionary of Greek
διασιωπώ — διασιωπῶ ( άω) (Α) 1. παραμένω σιωπηλός 2. αποσιωπώ, αντιπαρέρχομαι κάτι σιωπηλά … Dictionary of Greek
εκλείπω — (AM ἐκλείπω) 1. αφήνω τη ζωή, πεθαίνω (α. «ο εκλιπών» ο νεκρός β. «οι εκλιπόντες» οι νεκροί) 2. παύω να υπάρχω («λοιμώδεις νόσοι που έχουν εκλείψει», «εκλείπουν τα εφόδια», «Χαῑρε δι ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει») 3. (για ουράνια σώματα) παθαίνω έκλειψη μσν … Dictionary of Greek
επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… … Dictionary of Greek